- έρμα
- το (AM ἕρμα)πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρανεοελλ.1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του2. στρώμα από σκύρα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι στρωτήρες (τραβέρσες), όπου στηρίζονται οι τροχιές τού σιδηρόδρομου3. ηθικές αρχές («άνθρωπος άνευ ηθικού έρματος» — άνθρωπος ανερμάτιστος, που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα)αρχ.1. οι δοκοί, στις οποίες στηρίζονται όρθια τα πλοία που ανασύρονται στην ξηρά2. (για άντρες) στήριγμα τών άλλων, προστάτης («ἕρμα πόληος» — προστάτης, υπερασπιστής πόλης)3. ύφαλος στη θάλασσα («ἕρμα γῆς ἁπαλόν» — πηλώδης ύφαλος)4. ύψωμα, λοφίσκος, σωρός χώματος ή λίθων5. στον πληθ. τά ἕρματαα) τα σκουλαρίκιαβ) δεσμός, ταινία, βρόχοςγ) οι σπείρες τού σώματος τού ερπετού6. φρ. α) «ἀφετήριον ἕρμα» — το μέρος απ’ όπου ξεκινά κάποιοςβ) «ἕρματα θεμελίων» — ερείπια θεμελίωνγ) «μελαινέων ἕρμ’ ὀδυνάων» — οξύ βέλος που είναι αιτία ανυπόφορων πόνωνδ) «λαβοῡσα ἕρμα Δῑον» — αυτή που συνέλαβε και εγκυμονεί από τον Δία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο σε -μα λόγω τών πολλαπλών σημασιών του. Η επικρατέστερη άποψη επιχειρεί ακριβώς να συνδυάσει τη μορφή με μια βασική αρχική σημασία από την οποία μπορούν φυσιολογικά να προκύψουν οι διάφορες μεταγενέστερες σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. Έτσι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *swer- «ζυγίζω, βαρύς» με παρέκταση *suer-mn. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. varsman «γήλοφος, κορυφή» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα. Ομοίως και η σύνδεση με τα αρχ. ινδ. svaru «πάσσαλος», αγγλοσαξ. swer «κίων», λατ. surus «κλάδος, πάσσαλος». Πιθανότερη και στο πνεύμα τής αναγωγής στην ΙΕ ρίζα *swer- είναι η σύνδεση με τα λιθ. sveriu «ζυγίζω» και αρχ. ινδ. swār(i) «βαρύς». Εικάζεται επίσης μη ΙΕ προέλευση τής λ. από το όνομα τού λυδικού ποταμού Έρμου ή τα λυδικά ανθρωπωνύμια σε Erm-, Arm-.ΠΑΡ. ερματίζωαρχ.ερμάζω, ερμαίος, έρμαχες, έρμαξ, ερματικός, ερματίτης, ερμεών, ερμίς (ερμῑν)νεοελλ.ερμακιά].
Dictionary of Greek. 2013.